Ιεροσόλυμος

Ιεροσόλυμος
Ἱεροσόλυμος, ὁ (Α)
1. ο θεωρούμενος ως θεμελιωτής τών Ιεροσολύμων
2. στον πληθ. oἱ Ἱεροσόλυμοι
οι Ιεροσολυμίτες, οι κάτοικοι ή οι πολίτες τών Ιεροσολύμων ή οι καταγόμενοι από τα Ιεροσόλυμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”